κοραλλιοπλάστης

κοραλλιοπλάστης
κοραλλ-ιοπλάστης, ου, ,
A one who makes images of coral, CIG3408 (Magn. Sip.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοραλλιοπλάστης — κοραλλιοπλάστης, ὁ (Α) επιγρ. 1. αυτός που κατασκευάζει αγαλμάτια από κοράλλια 2. (κατ άλλους) αυτός που κατασκευάζει αγαλμάτια κορών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιον + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. αγγειο πλάστης, ζαχαρο πλάστης. Κατ άλλη… …   Dictionary of Greek

  • κοράλλι — Αποικιακό κνιδόζωο της ομοταξίας των ανθοζώων. Υπάρχουν περισσότερα από 200 είδη κ., τα οποία ταξινομούνται σε δύο μεγάλες υφομοταξίες, τα σκληρακτίνια και τα οκτωκοράλλια. Στα σκληρακτίνια περιλαμβάνονται τα γνήσια κ., τα οποία εκκρίνουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”